- χασιδισμός
- ο, Νθρησκειολ. κίνηση-δόγμα στα πλαίσια τού ιουδαϊσμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hasidism > εβρ. λ. hāsīdh «ευσεβής»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… … Dictionary of Greek
χαμπάντ — το, Ν άκλ. κλάδος τού εβραϊκού θρησκευτικού και κοινωνικού κινήματος που είναι γνωστό ως χασιδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για την εβραϊκή λ. habad, που σχηματίστηκε από τα αρχικά τών λέξεων hokhma «σοφία», bina «νοημοσύνη» και da at «γνώση»] … Dictionary of Greek
χασιδικός — ή, ό, Ν [χασιδισμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασιδισμό και στους χασιδιστές … Dictionary of Greek
χασιδιστής — ο, θηλ. χασιδίστρια, Ν [χασιδισμός] ο οπαδός τού χασιδισμού … Dictionary of Greek